- σύνθρονον
- σύνθρονοςenthroned withmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Храм христианский — Под именем X. в православной церкви разумеется особое, отличное и отдельное от других построек, посвященное Богу и предназначенное для общественного служения Ему здание или только часть здания, служащая для той же цели. С древних времен в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Synthronon — (altgriech. σύνθρονον, Plur. σύνθρονα Synthrona, manchmal auch σύνθρονος Synthronos) bezeichnet seit dem 5. Jahrhundert n. Chr. die halbrunde Priesterbank, welche in die Apsis einer Kirche eingebaut wurde. Inhaltsverzeichnis 1 Bedeutung … Deutsch Wikipedia
Synthronos — Synthronon (altgriech. σύνθρονον, Plur. σύνθρονα Synthrona, manchmal auch σύνθρονος Synthronos) bezeichnet seit dem 5. Jahrhundert n. Chr. die halbrunde Priesterbank, welche in die Apsis einer Kirche eingebaut wurde. Inhaltsverzeichnis 1… … Deutsch Wikipedia
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
σύνθρονο — Στη χριστιανική τέχνη ονομάζεται σ. η σειρά θρόνων στην κόγχη του Άγιου Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα των ναών. Οι θρόνοι αυτοί είναι ξύλινοι ή μαρμάρινοι. Από αυτούς, ο μεσαίος που είναι και ο ψηλότερος προοριζόταν για τον επίσκοπο, οι δε… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… … Православная энциклопедия